ταυτόχρονος

ταυτόχρονος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με κάποιον άλλον, σύγχρονος
2. αυτός που έχει την ίδια χρονική διάρκεια με άλλον, ισόχρονος
3. φυσ. αυτός που γίνεται σε ίσους χρόνους, που απέχει κατά ίσα χρονικά διαστήματα από άλλον («ταυτόχρονες αιωρήσεις»)
4. φρ. α) «ταυρόχρονη καμπύλη»
(μαθ.-φυσ.) καμπύλη που κείται σε κατακόρυφο επίπεδο με την κυρτότητα προς τα κάτω και στην οποία ένα υλικό σημειακό σώμα χρειάζεται πάντοτε τον ίδιο χρόνο για να ολισθήσει ώς το κατώτατο σημείο της από οποιαδήποτε θέση και αν αφεθεί χωρίς αρχική ταχύτητα
β) «ταυτόχρονη κίνηση»
(μαθ.-φυσ.) κίνηση πολλών υλικών σημειακών σωμάτων που αφήνονται ταυτόχρονα να ολισθήσουν χωρίς αρχικές ταχύτητες από διαφορετικά σημεία μιας ταυτόχρονης καμπύλης.
επίρρ...
ταυτοχρόνως και ταυτόχρονα Ν
κατά τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)-* + -χρονος (< χρόνος), πρβλ. ισό-χρονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταυτόχρονος — η, ο ο σύγχρονος, που έχει την ίδια χρονική διάρκεια: Τα γεγονότα ήταν ταυτόχρονα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ετερόχρονος — η, ο (Α ἑτερόχρονος, ον) 1. αυτός που είναι διαφορετικός κατά τον χρόνο, αυτός που λαμβάνει υπόσταση σε χρόνο διαφορετικό από τον συνηθισμένο ή τον κανονικό, ο ανισόχρονος, ο ανισοταγής νεοελλ. 1. (για σφυγμό) αυτός που οι παλμοί του γίνονται… …   Dictionary of Greek

  • ομόχρονος — η, ο (ΑΜ ὁμόχρονος, ον, Α και ὁμοχρόνιος, ον) αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο, σύγχρονος, ταυτόχρονος νεοελλ. 1. ισόχρονος, ίσης χρονικής διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο 2. φρ. «ομόχρονη κληρονομικότητα» βιολ.… …   Dictionary of Greek

  • παράλληλος — Στην ευκλείδεια γεωμετρία δύο ευθείες του ίδιου επιπέδου λέμε ότι είναι παράλληλες (μεταξύ τους) εάν (και μόνο) δεν έχουν κοινό σημείο. Βασικό αξίωμα στη γεωμετρία του Ευκλείδη είναι το λεγόμενο αξίωμα των παραλλήλων. Σύμφωνα με αυτό, εάν ε είναι …   Dictionary of Greek

  • συγκαταβύθιση — η, Ν χημ. ταυτόχρονος σχηματισμός στερεών ουσιών από δύο ή περισσότερες ουσίες που περιέχονται μέσα σε ένα διάλυμα …   Dictionary of Greek

  • σύγχρονος — η, ο / σύγχρονος, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει στην ίδια χρονική στιγμή ή περίοδο με άλλον ή έχει την ίδια ηλικία με άλλον νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με άλλον, ταυτόχρονος 2. αυτός που ανήκει στην παρούσα εποχή, που… …   Dictionary of Greek

  • ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή …   Dictionary of Greek

  • ταυτοχρονισμός — ο, Ν 1. η ισότητα διάρκειας δύο φαινομένων 2. (μαθ. φυσ.) η ιδιότητα ενός υλικού σημειακού σώματος που, αν αφεθεί να ολισθήσει, χωρίς αρχική ταχύτητα, διαγράφει μια ταυτόχρονη καμπύλη 3. φρ. «σημείο ταυτοχρονισμού» σημείο Μ μιας ταυτόχρονης… …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • συμπληρωματικότητας, αρχή της- — Συνέπεια της αρχής της απροσδιοριστίας της κβαντικής μηχανικής. Η διατύπωση της οφείλεται στον Νιλς Μπορ, ενώ η γενίκευση και η επέκτασή της σε άλλες απόψεις στον ίδιο τον Μπορ και στη Σχολή της Κοπεγχάγης. Η αρχή της απροσδιοριστίας καθορίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”